βαβύκας

βαβύκας
βαβύκᾱς , βαβύκα
fem acc pl (doric)
βαβύκᾱς , βαβύκα
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απέλλα — H συνέλευση των αρχαίων Σπαρτιατών που γινόταν κάθε πανσέληνο, στον χώρο μεταξύ Βαβύκας και Κνακίωνα. Καθιερώθηκε από ρήτρα του Λυκούργου, περίπου το 800 π.Χ. * * * ἀπέλλα, η (Α) «εκκλησία του δήμου», συνέλευση του λαού στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”